ἀγμός: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγμός:''' ὁ ([[ἄγνυμι]]), [[ρήγμα]] βράχου, γκρεμού, [[απότομος]] [[βράχος]], [[σπηλιά]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀγμός:''' ὁ ([[ἄγνυμι]]), [[ρήγμα]] βράχου, γκρεμού, [[απότομος]] [[βράχος]], [[σπηλιά]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγμός:''' ὁ досл. перелом, излом, перен. утес, скала (κοιλωπὸς ἀ. Eur.).
}}
}}