προσαναφέρω: Difference between revisions

4
(34)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἀναφέρω]]<br /><b>1.</b> [[δηλώνω]] [[κάτι]] επιπροσθέτως<br /><b>2.</b> [[κοινοποιώ]] [[κάτι]] σε κάποιον<br /><b>3.</b> [[αναφέρω]] σε κάποιον [[κάτι]] ζητώντας ταυτόχρονα τη [[συμβουλή]] του<br /><b>4.</b> [[ζητώ]] τη [[γνώμη]] κάποιου σχετικά με ένα [[ζήτημα]], συμβουλεύομαι κάποιον<br /><b>5.</b> <b>εκκλ.</b> [[λατρεύω]] τον θεό.
|mltxt=Α [[ἀναφέρω]]<br /><b>1.</b> [[δηλώνω]] [[κάτι]] επιπροσθέτως<br /><b>2.</b> [[κοινοποιώ]] [[κάτι]] σε κάποιον<br /><b>3.</b> [[αναφέρω]] σε κάποιον [[κάτι]] ζητώντας ταυτόχρονα τη [[συμβουλή]] του<br /><b>4.</b> [[ζητώ]] τη [[γνώμη]] κάποιου σχετικά με ένα [[ζήτημα]], συμβουλεύομαι κάποιον<br /><b>5.</b> <b>εκκλ.</b> [[λατρεύω]] τον θεό.
}}
{{elru
|elrutext='''προσαναφέρω:''' <b class="num">1)</b> поднимать (τὰ ὑγρὰ προσαναφέρεται Arst.);<br /><b class="num">2)</b> обращаться (за указанием), докладывать (τινὶ περί τινος Polyb.).
}}
}}