συνεξαιρέω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεξαιρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. βʹ <i>-εξεῖλον</i>, Ιων. απαρ. <i>-εξελέειν</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[εξάγω]] μαζί, [[βγάζω]] από κοινού, [[βοηθώ]] στην [[απομάκρυνση]], σε Ηρόδ. — Μέσ., σε Ευρ.· επίσης, [[αφαιρώ]] ομοίως, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[βοηθώ]] στην [[κατάληψη]] ή την [[κυρίευση]], σε Ευρ., Ξεν.
|lsmtext='''συνεξαιρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. βʹ <i>-εξεῖλον</i>, Ιων. απαρ. <i>-εξελέειν</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[εξάγω]] μαζί, [[βγάζω]] από κοινού, [[βοηθώ]] στην [[απομάκρυνση]], σε Ηρόδ. — Μέσ., σε Ευρ.· επίσης, [[αφαιρώ]] ομοίως, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[βοηθώ]] στην [[κατάληψη]] ή την [[κυρίευση]], σε Ευρ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεξαιρέω:''' (fut. συνεξαιρήσω, aor. 2 συνεξεῖλον)<br /><b class="num">1)</b> тж. med. вместе убирать, помогать изгнать (τινι τὸ [[θηρίον]] ἐκ τῆς χώρης Her.; τινα δόμων Eur.);<br /><b class="num">2)</b> med. одновременно отнимать: συνεξαιρεῖσθαι τὸ προνοεῖσθαι Xen. в то же время лишать предусмотрительности;<br /><b class="num">3)</b> вместе завоевывать, помогать захватить или разрушить (τινι πόλιν Xen.): σ. Φρύγας Eur. общими силами разбить фригийцев; σ. [[δορί]] Eur. быть военным союзником;<br /><b class="num">4)</b> помогать спасти (τινί τινα Polyb.).
}}
}}