ἐπισκεπτικός: Difference between revisions

2
(13)
(2)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπισκεπτικός]], -ή, -όν (AM) [[επισκέπτης]]<br />ο [[κατάλληλος]] για [[έρευνα]].
|mltxt=[[ἐπισκεπτικός]], -ή, -όν (AM) [[επισκέπτης]]<br />ο [[κατάλληλος]] για [[έρευνα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπισκεπτικός:''' исследовательский, исследующий ([[μέθοδος]] Sext.).
}}
}}