διαπρεπής: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαπρεπής:''' -ές ([[πρέπω]]), διακεκριμένος, [[εξαίρετος]], [[επιφανής]], [[ένδοξος]], [[λαμπρός]], σε Θουκ.· <i>τινι</i> ή <i>τι</i>, σε [[κάτι]], σε Ευρ.· <i>τὸ δ</i>., [[μεγαλοπρέπεια]], σε Θουκ.
|lsmtext='''διαπρεπής:''' -ές ([[πρέπω]]), διακεκριμένος, [[εξαίρετος]], [[επιφανής]], [[ένδοξος]], [[λαμπρός]], σε Θουκ.· <i>τινι</i> ή <i>τι</i>, σε [[κάτι]], σε Ευρ.· <i>τὸ δ</i>., [[μεγαλοπρέπεια]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαπρεπής:''' отменный, выдающийся, превосходный, блистательный, славный ([[νῆσος]] Pind.; [[ἀρετή]] Thuc.; [[ἄγαλμα]] Plut.): δ. τι Eur. или δ. τινι Eur., Plut. замечательный чем-л.
}}
}}