Anonymous

ἐπίκλιντρον: Difference between revisions

From LSJ
2
(13)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίκλιντρον]], τὸ (Α) [[επικλίνω]]<br /><b>1.</b> [[ανάκλιντρο]], [[είδος]] καθίσματος με στηρίγματα στο οποίο μπορεί [[κανείς]] να ξαπλώσει<br /><b>2.</b> [[κάθισμα]] με όρθια [[πλάτη]]<br /><b>3.</b> η [[πλάτη]] του καθίσματος, το [[ερεισίνωτο]].
|mltxt=[[ἐπίκλιντρον]], τὸ (Α) [[επικλίνω]]<br /><b>1.</b> [[ανάκλιντρο]], [[είδος]] καθίσματος με στηρίγματα στο οποίο μπορεί [[κανείς]] να ξαπλώσει<br /><b>2.</b> [[κάθισμα]] με όρθια [[πλάτη]]<br /><b>3.</b> η [[πλάτη]] του καθίσματος, το [[ερεισίνωτο]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίκλιντρον:''' τό ложе, постель Arph.
}}
}}