συνδρομή: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνδρομή:''' ἡ ([[δρόμος]]),<br /><b class="num">1.</b> [[ταραχώδης]], στασιαστική [[συνάθροιση]] όχλου, [[παρά]] Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, <i>ἡ συνδρομὴ τοῦ λόγου</i>, [[κατακλείδα]], ηθικό [[δίδαγμα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''συνδρομή:''' ἡ ([[δρόμος]]),<br /><b class="num">1.</b> [[ταραχώδης]], στασιαστική [[συνάθροιση]] όχλου, [[παρά]] Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, <i>ἡ συνδρομὴ τοῦ λόγου</i>, [[κατακλείδα]], ηθικό [[δίδαγμα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνδρομή:''' ἡ (тж. σ. τοῦ λαοῦ NT)<br /><b class="num">1)</b> стечение, наплыв, сборище, большая толпа Arst., Polyb.: διαλύσεις καὶ [[πάλιν]] συνδρομαὶ τῶν ἀνθρώπων [[ἦσαν]] Plut. люди (Сертория) то разбегались, то опять собирались; ἀπὸ συνδρομῆς Diod. толпами;<br /><b class="num">2)</b> скопление, прилив (αἵματος εἴς τι Arst.);<br /><b class="num">3)</b> результат, заключение, тж. вывод (τοῦ λόγου Anth.).
}}
}}