ἀνηγέομαι: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνηγέομαι:''' Δώρ. ἀνᾶγ- μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[μιλώ]] όπως σε [[διήγηση]], [[αφηγούμαι]], [[απαριθμώ]], [[συσχετίζω]], σε Πίνδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ., [[προβαίνω]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''ἀνηγέομαι:''' Δώρ. ἀνᾶγ- μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[μιλώ]] όπως σε [[διήγηση]], [[αφηγούμαι]], [[απαριθμώ]], [[συσχετίζω]], σε Πίνδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ., [[προβαίνω]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνηγέομαι:''' дор. ἀνᾱγέομαι<br /><b class="num">1)</b> обозревать, перечислять (ἀρετάς Pind.; τὰ ἀθρωπήϊα πάθεα Her. - v. l. [[ἀπηγέομαι]]);<br /><b class="num">2)</b> продвигаться, следовать (ἐν Μοισᾶν δίφρῳ Pind.).
}}
}}