3,274,816
edits
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄπλουτος:''' -ον, αυτός που δεν έχει πλούτη, σε Σοφ., Πλούτ. | |lsmtext='''ἄπλουτος:''' -ον, αυτός που δεν έχει πλούτη, σε Σοφ., Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄπλουτος:''' лишенный богатства, небогатый ([[ἀνήρ]] Soph.; [[δίαιτα]] Plut.): πλοῦτον ἄπλουτον ἀπεργάσασθαι Plut. лишить богачей их богатства. | |||
}} | }} |