ἐκτιτρώσκω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκτιτρώσκω:''' μέλ. -[[τρώσω]], [[γεννώ]] πρόωρα, [[αποβάλλω]] [[βρέφος]], κάνω [[έκτρωση]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐκτιτρώσκω:''' μέλ. -[[τρώσω]], [[γεννώ]] πρόωρα, [[αποβάλλω]] [[βρέφος]], κάνω [[έκτρωση]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκτιτρώσκω:''' преждевременно рожать, (о плоде) выкидывать Her., Arst., Plut.
}}
}}