σύρροια: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(40)
 
(4b)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, ΜΑ, και σύνροια Α [[συρρέω]]<br />[[συρροή]] («ἡ... ἐς τὴν [[γαστέρα]] ξύρροια τοῡ πύου», Αρετ.).
|mltxt=ἡ, ΜΑ, και σύνροια Α [[συρρέω]]<br />[[συρροή]] («ἡ... ἐς τὴν [[γαστέρα]] ξύρροια τοῡ πύου», Αρετ.).
}}
{{elru
|elrutext='''σύρροια:''' ἡ Polyb. = [[συρροή]].
}}
}}

Revision as of 09:44, 31 December 2018

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ, και σύνροια Α συρρέω
συρροή («ἡ... ἐς τὴν γαστέρα ξύρροια τοῡ πύου», Αρετ.).

Russian (Dvoretsky)

σύρροια: ἡ Polyb. = συρροή.