3,276,318
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γᾰλήνη:''' ἡ, [[ηρεμία]] της θάλασσας, [[ησυχία]], [[γαλήνη]], σε Ομήρ. Οδ.· λευκὴ [[γαλήνη]], στο ίδ.· [[ἐλόωσι]] γαλήνην, θα πλεύσουν στην ήρεμη [[θάλασσα]], δηλ. πάνω σ' αυτή, στο ίδ.· μεταφ., [[φρόνημα]] νηνέμου γαλάνας, [[πνεύμα]] [[μεγάλης]] αταραξίας, σε Αισχύλ.· <i>ἐνγαλήνῃ</i>, σε [[ηρεμία]], σε [[αταραξία]], σε Σοφ. (αμφίβ. προέλ.· πιθ. συγγενές προς το [[γελάω]]). | |lsmtext='''γᾰλήνη:''' ἡ, [[ηρεμία]] της θάλασσας, [[ησυχία]], [[γαλήνη]], σε Ομήρ. Οδ.· λευκὴ [[γαλήνη]], στο ίδ.· [[ἐλόωσι]] γαλήνην, θα πλεύσουν στην ήρεμη [[θάλασσα]], δηλ. πάνω σ' αυτή, στο ίδ.· μεταφ., [[φρόνημα]] νηνέμου γαλάνας, [[πνεύμα]] [[μεγάλης]] αταραξίας, σε Αισχύλ.· <i>ἐνγαλήνῃ</i>, σε [[ηρεμία]], σε [[αταραξία]], σε Σοφ. (αμφίβ. προέλ.· πιθ. συγγενές προς το [[γελάω]]). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γᾰλήνη:''' дор. γᾰλάνᾱ (λᾱ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> безветрие, штиль (λευκὴ γ. Hom.; [[νηνεμία]] τε καὶ γ. Plat.; γαλῆναι καὶ εὐδίαι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> спокойное море, морская гладь (γ. [[ὁμαλότης]] θαλάττης, sc. ἐστίν Arst.): [[ἐλάαν]] γαλήνην Hom. плыть по спокойному морю;<br /><b class="num">3)</b> спокойствие, безмятежность, ясность ([[φρόνημα]] νηνέμου γαλάνας Aesch.; ἐν γαλήνῃ ποιεῖν τι Soph.; γ. [[ἡσυχία]] τε Plat.; [[σοφία]] καὶ γ. Plut.);<br /><b class="num">4)</b> гален, сернистый свинец Plin. | |||
}} | }} |