σβεστήριος: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σβεστήριος:''' -α, -ον, αυτός που χρησιμεύει στην [[κατάσβεση]] της πυρκαγιάς, [[κατασβεστικός]], σε Θουκ.
|lsmtext='''σβεστήριος:''' -α, -ον, αυτός που χρησιμεύει στην [[κατάσβεση]] της πυρκαγιάς, [[κατασβεστικός]], σε Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=σβεστήριος -α -ον [σβέννυμι] voor het blussen, tot blussen dienend; subst. blusmiddel.
}}
}}