διαπλέκω: Difference between revisions

nl
(4)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαπλέκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[συνυφαίνω]], [[συνδιαπλέκω]], [[συνδέω]] [[στενά]], [[πλέκω]] [[κοτσίδα]] (τα μαλλιά), σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., <i>δ. τὸν βίον</i>, Λατ. pertexere vitam, [[αφού]] ξετύλιξε, τελείωσε το «[[κουβάρι]]» της ζωής του, στον ίδ.· [[έπειτα]], [[απλώς]] περνώ τη [[ζωή]], ζω, [[διέρχομαι]] το βίο, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''διαπλέκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[συνυφαίνω]], [[συνδιαπλέκω]], [[συνδέω]] [[στενά]], [[πλέκω]] [[κοτσίδα]] (τα μαλλιά), σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., <i>δ. τὸν βίον</i>, Λατ. pertexere vitam, [[αφού]] ξετύλιξε, τελείωσε το «[[κουβάρι]]» της ζωής του, στον ίδ.· [[έπειτα]], [[απλώς]] περνώ τη [[ζωή]], ζω, [[διέρχομαι]] το βίο, σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=δια-πλέκω vlechten, omwinden:; τὴν φιλύρην... ἐν τοῖσι δακτύλιοισι δ. de bast om de vingers winden Hdt. 4.67.2; tot het einde toe vlechten, afvlechten, overdr.:; διαπλέξαντος τὸν βίον εὖ nadat hij zijn leven gelukkig had voltooid Hdt. 5.92ζ.1; met ptc. praes.. μετ ’ ὀρνίθων... διαπλέκειν ζῶν ἡδέως τὸ λοιπόν tussen de vogels zijn leven prettig tot het einde toe voortzetten Aristoph. Av. 754. milit.: δ. τὸν στρατόν het leger omsingelen Plut. Ant. 46.1.
}}
}}