3,270,341
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στερεός:''' -ά, -όν,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ακίνητος]], [[άκαμπτος]], [[σκληρός]], [[σταθερός]], [[συμπαγής]], σε Όμηρ. κ.λπ.· αἰχμὴ στερεὴ [[πᾶσα]] χρυσέη, ολόκληρη από ατόφιο, συμπαγές [[χρυσάφι]], σε Ηρόδ.· επίρρ., <i>-εῶς</i>, [[σταθερά]], σθεναρά, σκληρά, αλύγιστα, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[άκαμπτος]], [[πεισματάρης]], [[ισχυρογνώμων]], [[τραχύς]], [[σκληροτράχηλος]], [[ανάλγητος]], στον ίδ. κ.λπ.· επίσης παρόμοια [[χρήση]] του επιρρ., στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> στερεὸς [[ἀριθμός]], [[κυβικός]] [[αριθμός]] που παριστά τρισδιάστατα σώματα στη [[γεωμετρία]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''στερεός:''' -ά, -όν,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ακίνητος]], [[άκαμπτος]], [[σκληρός]], [[σταθερός]], [[συμπαγής]], σε Όμηρ. κ.λπ.· αἰχμὴ στερεὴ [[πᾶσα]] χρυσέη, ολόκληρη από ατόφιο, συμπαγές [[χρυσάφι]], σε Ηρόδ.· επίρρ., <i>-εῶς</i>, [[σταθερά]], σθεναρά, σκληρά, αλύγιστα, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[άκαμπτος]], [[πεισματάρης]], [[ισχυρογνώμων]], [[τραχύς]], [[σκληροτράχηλος]], [[ανάλγητος]], στον ίδ. κ.λπ.· επίσης παρόμοια [[χρήση]] του επιρρ., στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> στερεὸς [[ἀριθμός]], [[κυβικός]] [[αριθμός]] που παριστά τρισδιάστατα σώματα στη [[γεωμετρία]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στερεός -ά -όν [~ στεῖρα] stijf, hard, vast, massief, stevig:. στερεὴ λίθος een harde steen Od. 19.494; στερεοὶ βραχίονες stevige (d.w.z. gespierde) armen Theocr. Id. 22.48; στερεὰ τροφή vast voedsel NT. overdr. hard, onbuigzaam, koppig:. ἁμαρτήματα στερεά koppige fouten, d.w.z. fouten veroorzaakt door koppigheid Soph. Ant. 1262. van een argument sterk. Plat. Resp. 348e. wisk. kubiek, driedimensionaal, tot de derde macht verheven; σ. ἀριθμός kubiek getal; subst. τὰ στερεά kubieke getallen (om driedimensionale lichamen te beschrijven). | |||
}} | }} |