3,274,873
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πέπλος:''' ὁ, σε μεταγεν. ποιητές με ετερογενή πληθ. [[πέπλα]]·<br /><b class="num">I.</b> οποιοδήποτε υφασμάτινο [[ρούχο]] που χρησιμοποιείται ως [[κάλυμμα]], [[σεντόνι]], χαλί, [[παραπέτασμα]], πέπλο, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> πέπλο που φοριόταν από τις γυναίκες πάνω από το κανονικό [[φόρεμα]], και έπεφτε σχηματίζοντας πτυχές στο [[σώμα]], αντίστοιχο του αντρικού <i>ἱματίου</i> ή της <i>χλαίνης</i>, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ιδίως]] λέγεται για τον [[πέπλον]] της Αθηνάς που ήταν πεποικιλμένος με μυθολογικές παραστάσεις και τον οποίο μετέφεραν όπως το [[ιστίο]] ενός μεγάλου πλοίου σε δημόσια [[πομπή]] κατά τα [[Παναθήναια]], σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> ανδρικό [[ένδυμα]], σε Τραγ.· [[ιδίως]] λέγεται για τα μακρυά Περσικά ενδύματα, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''πέπλος:''' ὁ, σε μεταγεν. ποιητές με ετερογενή πληθ. [[πέπλα]]·<br /><b class="num">I.</b> οποιοδήποτε υφασμάτινο [[ρούχο]] που χρησιμοποιείται ως [[κάλυμμα]], [[σεντόνι]], χαλί, [[παραπέτασμα]], πέπλο, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> πέπλο που φοριόταν από τις γυναίκες πάνω από το κανονικό [[φόρεμα]], και έπεφτε σχηματίζοντας πτυχές στο [[σώμα]], αντίστοιχο του αντρικού <i>ἱματίου</i> ή της <i>χλαίνης</i>, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ιδίως]] λέγεται για τον [[πέπλον]] της Αθηνάς που ήταν πεποικιλμένος με μυθολογικές παραστάσεις και τον οποίο μετέφεραν όπως το [[ιστίο]] ενός μεγάλου πλοίου σε δημόσια [[πομπή]] κατά τα [[Παναθήναια]], σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> ανδρικό [[ένδυμα]], σε Τραγ.· [[ιδίως]] λέγεται για τα μακρυά Περσικά ενδύματα, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πέπλος -ου, ὁ kleed, sprei:. ἀμφὶ δὲ πέπλοι πέπτανται over (de wagens) zijn dekkleden gespreid Il. 5.194; ἔνθ ’ ἐνὶ πέπλοι... βεβλήατο en op (de zetels) waren kleden neergelegd Od. 7.96; ἔκρυψα πέπλοις ik bedekte (haar lijk) met kledingstukken Eur. Tr. 627. peplos, vrouwengewaad:; πέπλον μὲν κατέχευεν... ἐπ ’ οὔδει zij liet haar peplos op de vloer vallen Il. 8.385; peplos, mantel, spec. voor de godin Athena:; τῷ ξανοῦμεν τὸν πέπλον; voor wie zullen we de mantel weven? Aristoph. Av. 827; (oosters) gewaad:; ὁ μὲν παῖς αὐτοῦ... τοὺς πέπλους κατερρήξατο zijn zoon verscheurde zijn kleding Xen. Cyr. 3.1.13; alg. kleding:. πέπλους ἐπαρκέσαι kleding verstrekken Eur. Cycl. 301. wolfsmelk (plant). | |||
}} | }} |