κέλευθος: Difference between revisions

nl
(5)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κέλευθος:''' ἡ, ετερογ. πληθ., [[κέλευθα]],<br /><b class="num">I.</b> [[δρόμος]], [[οδός]], [[πορεία]], σε Όμηρ. κ.λπ.· ὑγρὰ [[κέλευθα]], λέγεται για τη [[θάλασσα]], σε Ομήρ. Οδ.· ἀνέμων [[κέλευθα]] ή <i>κέλευθοι</i>, σε Όμηρ.· [[ἐγγὺς]] γὰρ νυκτός τε καὶ ἤματός εἰσι κέλευθοι, δηλ. η [[νύχτα]] και η [[μέρα]] ακολουθούν [[στενά]] η μια την [[άλλη]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἄρκτου στροφάδες κ</i>., οι πορείες τους ή οι τροχιές τους, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ταξίδι]], [[διαδρομή]], θαλασσινή [[πορεία]], σε Όμηρ.· <i>πολλὴ κ</i>., δηλ. [[μεγάλη]] [[απόσταση]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποστολή]], [[εξερεύνηση]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> [[τρόπος]] βαδίσματος, [[βάδισμα]], [[περπάτημα]], [[βηματισμός]], σε Ευρ.· μεταφ., [[τρόπος]] ζωής, σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''κέλευθος:''' ἡ, ετερογ. πληθ., [[κέλευθα]],<br /><b class="num">I.</b> [[δρόμος]], [[οδός]], [[πορεία]], σε Όμηρ. κ.λπ.· ὑγρὰ [[κέλευθα]], λέγεται για τη [[θάλασσα]], σε Ομήρ. Οδ.· ἀνέμων [[κέλευθα]] ή <i>κέλευθοι</i>, σε Όμηρ.· [[ἐγγὺς]] γὰρ νυκτός τε καὶ ἤματός εἰσι κέλευθοι, δηλ. η [[νύχτα]] και η [[μέρα]] ακολουθούν [[στενά]] η μια την [[άλλη]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἄρκτου στροφάδες κ</i>., οι πορείες τους ή οι τροχιές τους, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ταξίδι]], [[διαδρομή]], θαλασσινή [[πορεία]], σε Όμηρ.· <i>πολλὴ κ</i>., δηλ. [[μεγάλη]] [[απόσταση]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποστολή]], [[εξερεύνηση]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> [[τρόπος]] βαδίσματος, [[βάδισμα]], [[περπάτημα]], [[βηματισμός]], σε Ευρ.· μεταφ., [[τρόπος]] ζωής, σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=κέλευθος -ου, ἡ, plur. -οι en -α weg, pad, baan: meestal overdr.: ἰχθυόεντα κέλευθα de visrijke banen (van de zee) Od. 3.177; ἐγγὺς γὰρ νυκτός τε καὶ ἤματός εἰσι κέλευθοι dichtbij elkaar zijn de banen van nacht en dag Od. 10.86; θεῶν κέλευθος het pad van de goden Il. 3.406; βιότοιο κ. het levenspad Emped. B 115.8; Πειθοῦς κέλευθος de weg van Peitho Parmen. B 2.4. tocht, reis:; μέτρα κελεύθου de lengte van de tocht Od. 4.389; πολλὰ κέλευθος ἐρατύοι moge een lange reis u weghouden Soph. OC 164; spec. veldtocht:. ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος deze expeditie neemt de stad van Priamus in Aeschl. Ag. 127.
}}
}}