συνοίομαι: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνοίομαι:''' αόρ. αʹ <i>-ῳήθην</i>, αποθ., έχω την [[ίδια]] [[γνώμη]] με άλλους, [[συναινώ]], [[συγκατανεύω]], [[συμφωνώ]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''συνοίομαι:''' αόρ. αʹ <i>-ῳήθην</i>, αποθ., έχω την [[ίδια]] [[γνώμη]] με άλλους, [[συναινώ]], [[συγκατανεύω]], [[συμφωνώ]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνοίομαι:''' думать так же, соглашаться: καὶ [[τόδε]] ξυνοιήθητι Plat. согласись же и вот с чем.
}}
}}