Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀλφιτόχρως: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512
(3)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλφιτόχρως]] (-ωτος), ο, η (Α)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] κριθαρένιου αλευριού, [[γκρίζος]], [[ψαρομάλλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄλφιτον]] (-<i>α</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>χρως</i> <span style="color: red;"><</span> <i>χρὼς</i> «[[χρῶμα]]»].
|mltxt=[[ἀλφιτόχρως]] (-ωτος), ο, η (Α)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] κριθαρένιου αλευριού, [[γκρίζος]], [[ψαρομάλλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄλφιτον]] (-<i>α</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>χρως</i> <span style="color: red;"><</span> <i>χρὼς</i> «[[χρῶμα]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλφῐτόχρως:''' ωτος adj. цвета ячменной муки, т. е. седой ([[κεφαλή]] Arph.).
}}
}}

Revision as of 11:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλφῐτόχρως Medium diacritics: ἀλφιτόχρως Low diacritics: αλφιτόχρως Capitals: ΑΛΦΙΤΟΧΡΩΣ
Transliteration A: alphitóchrōs Transliteration B: alphitochrōs Transliteration C: alfitochros Beta Code: a)lfito/xrws

English (LSJ)

ωτος, ὁ, ἡ,

   A of the colour of barley-meal, κεφαλὴ ἀ. powdered, i.e. mangy head, Ar.Fr.533.

German (Pape)

[Seite 112] mehlfarbig, grau, κεφαλή Ar. B. A. 386.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλφῐτόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ κριθίνου ἀλεύρου, κεφαλὴ ἀλφ., πεπασμένη δι’ ἀλφίτων, «παχνισμένη», δηλ. φαιά, πολιά, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 453.

Spanish (DGE)

-ωτος
adj. del color de la harina de cebada e.d. gris, canosa κεφαλή Ar.Fr.533.

Greek Monolingual

ἀλφιτόχρως (-ωτος), ο, η (Α)
αυτός που έχει το χρώμα κριθαρένιου αλευριού, γκρίζος, ψαρομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον (-α) + -χρως < χρὼς «χρῶμα»].

Russian (Dvoretsky)

ἀλφῐτόχρως: ωτος adj. цвета ячменной муки, т. е. седой (κεφαλή Arph.).