προκινέω: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προκῑνέω:''' [[κινώ]] προς τα [[εμπρός]], <i>τὸν στρατόν</i>, σε Ξεν.· [[αναγκάζω]] να προχωρήσει, [[σπιρουνίζω]] ([[άλογο]]), <i>ἵππον</i>, στον ίδ. — Παθ., με Μέσ. μέλ. [[προχωρώ]], στον ίδ.
|lsmtext='''προκῑνέω:''' [[κινώ]] προς τα [[εμπρός]], <i>τὸν στρατόν</i>, σε Ξεν.· [[αναγκάζω]] να προχωρήσει, [[σπιρουνίζω]] ([[άλογο]]), <i>ἵππον</i>, στον ίδ. — Παθ., με Μέσ. μέλ. [[προχωρώ]], στον ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-κινέω met acc. voorwaarts doen gaan:. προὐκίνησαν τὸ στῖφος zij lieten het leger optrekken Xen. Cyr. 1.4.21. med.-pass. intrans. voorwaarts gaan:. ὡς εἶδον τοὺς Μήδους προκινηθέντας toen zij de Meden zagen oprukken Xen. Cyr. 1.4.23.
}}
}}