πρυμνοῦχος: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρυμνοῦχος:''' -ον ([[ἔχω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κρατάει την [[πρύμνη]] του πλοίου, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που συγκρατεί τα πλοία ([[επειδή]] ήταν αγκυροβολημένα από την [[πρύμνη]]), <i>Αὖλις</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''πρυμνοῦχος:''' -ον ([[ἔχω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κρατάει την [[πρύμνη]] του πλοίου, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που συγκρατεί τα πλοία ([[επειδή]] ήταν αγκυροβολημένα από την [[πρύμνη]]), <i>Αὖλις</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''πρυμνοῦχος:''' <b class="num">1)</b> удерживающий корабли (в своем порту) ([[Αὐλίς]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> причальный ([[κάλως]] Anth.).
}}
}}