ὑποτελέω: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποτελέω:''' μέλ. <i>-έσω</i>, [[αποπληρώνω]], [[εξοφλώ]] [[οφειλή]], [[χρέος]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· απόλ., [[πληρώνω]] [[φόρο]] υποτέλειας, σε Θουκ.
|lsmtext='''ὑποτελέω:''' μέλ. <i>-έσω</i>, [[αποπληρώνω]], [[εξοφλώ]] [[οφειλή]], [[χρέος]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· απόλ., [[πληρώνω]] [[φόρο]] υποτέλειας, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποτελέω:''' <b class="num">1)</b> уплачивать, вносить (ἀξίην τινί Her.; συντάξεις καὶ φόρους Isocr.; ἔρανον Dem.; δῶρα καὶ φόρους Plut.);<br /><b class="num">2)</b> уплачивать подать или дань Thuc.
}}
}}