3,273,773
edits
(6) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πλανόδιος:''' -α, -ον, αυτός που βαδίζει σε μονοπάτια, περιπλανώμενος, σε Ομηρ. Ύμν. (<i>ᾱ</i> [[χάριν]] μέτρου). | |lsmtext='''πλανόδιος:''' -α, -ον, αυτός που βαδίζει σε μονοπάτια, περιπλανώμενος, σε Ομηρ. Ύμν. (<i>ᾱ</i> [[χάριν]] μέτρου). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πλᾱνόδιος:''' (ᾱ по метрич. соображениям) странствующий, бродящий (π. διὰ χῶρον HH). | |||
}} | }} |