συμπαραστατέω: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμπαραστᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[στέκομαι]] στο πλάι κάποιου για να τον βοηθήσω, [[συμπαρίσταμαι]], με δοτ., σε Αισχύλ.· απόλ., σε Αριστοφ.
|lsmtext='''συμπαραστᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[στέκομαι]] στο πλάι κάποιου για να τον βοηθήσω, [[συμπαρίσταμαι]], με δοτ., σε Αισχύλ.· απόλ., σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-παραστατέω [συμπαραστάτης] bijstaan, helpen; met dat.
}}
}}