κονιάω: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κονιάω:''' ([[κονία]] II), [[ασβεστώνω]], «[[ασπρίζω]]», Λατ. dealbare, σε Δημ.· ασπρίζομαι, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''κονιάω:''' ([[κονία]] II), [[ασβεστώνω]], «[[ασπρίζω]]», Λατ. dealbare, σε Δημ.· ασπρίζομαι, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''κονιάω:''' <b class="num">1)</b> покрывать известкой, штукатурить, белить (τὰς ἐπάλξεις Dem.; τὰς ἐπαύλεις Plut.; med. τοὺς ἐγχελεῶνας Arst.): τάφοι κεκονιαμένοι NT повапленные гробы;<br /><b class="num">2)</b> покрывать смолой, осмаливать (ἀγγεῖα κεκονιαμένα Diod.).
}}
}}