ἀνατλῆναι: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνατλῆναι:''' απαρ. του <i>ἀν-έτλην</i>, μτχ. <i>ἀνατλάς</i>, αόρ. βʹ με ενεστ. σε [[αχρηστία]]· μέλ. <i>ἀνατλήσομαι</i>· [[υποφέρω]] ενάντια σε, [[υπομένω]], [[αντέχω]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· <i>φάρμακ' ἀνέτλη</i>, αντιστάθηκε στη [[δύναμη]] του μαγικού ποτού, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἀνατλῆναι:''' απαρ. του <i>ἀν-έτλην</i>, μτχ. <i>ἀνατλάς</i>, αόρ. βʹ με ενεστ. σε [[αχρηστία]]· μέλ. <i>ἀνατλήσομαι</i>· [[υποφέρω]] ενάντια σε, [[υπομένω]], [[αντέχω]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· <i>φάρμακ' ἀνέτλη</i>, αντιστάθηκε στη [[δύναμη]] του μαγικού ποτού, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνατλῆναι:''' [inf. aor. 2] (aor. [[ἀνέτλην]], fut. ἀνατλήσομαι, part. [[ἀνάτλας]]) вытерпеть, выдержать, вынести (τι и τινα Hom., Aesch., Soph., Arph., Plat., Plut.): οὔ τις [[τάδε]] φάρμακα ἀνέτλη Hom. никто не устоял против этих снадобий.
}}
}}