3,277,226
edits
(2) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνατλῆναι:''' απαρ. του <i>ἀν-έτλην</i>, μτχ. <i>ἀνατλάς</i>, αόρ. βʹ με ενεστ. σε [[αχρηστία]]· μέλ. <i>ἀνατλήσομαι</i>· [[υποφέρω]] ενάντια σε, [[υπομένω]], [[αντέχω]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· <i>φάρμακ' ἀνέτλη</i>, αντιστάθηκε στη [[δύναμη]] του μαγικού ποτού, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ἀνατλῆναι:''' απαρ. του <i>ἀν-έτλην</i>, μτχ. <i>ἀνατλάς</i>, αόρ. βʹ με ενεστ. σε [[αχρηστία]]· μέλ. <i>ἀνατλήσομαι</i>· [[υποφέρω]] ενάντια σε, [[υπομένω]], [[αντέχω]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· <i>φάρμακ' ἀνέτλη</i>, αντιστάθηκε στη [[δύναμη]] του μαγικού ποτού, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνατλῆναι:''' [inf. aor. 2] (aor. [[ἀνέτλην]], fut. ἀνατλήσομαι, part. [[ἀνάτλας]]) вытерпеть, выдержать, вынести (τι и τινα Hom., Aesch., Soph., Arph., Plat., Plut.): οὔ τις [[τάδε]] φάρμακα ἀνέτλη Hom. никто не устоял против этих снадобий. | |||
}} | }} |