καλήμερος: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰλήμερος:''' -ον ([[ἡμέρα]]), αυτός που διάγει ευτυχισμένες μέρες, σε Ανθ.
|lsmtext='''κᾰλήμερος:''' -ον ([[ἡμέρα]]), αυτός που διάγει ευτυχισμένες μέρες, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰλήμερος:''' имеющий счастливый день, т. е. счастливый Anth.
}}
}}