πολυπήμων: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολῠπήμων:''' -ον ([[πῆμα]]), αυτός που προκαλεί πολλαπλή [[δυστυχία]], [[επιβλαβής]], σε Ομηρ. Ύμν.· <i>πολυπήμονες νόσοι</i>, ασθένειες, σε Πίνδ.
|lsmtext='''πολῠπήμων:''' -ον ([[πῆμα]]), αυτός που προκαλεί πολλαπλή [[δυστυχία]], [[επιβλαβής]], σε Ομηρ. Ύμν.· <i>πολυπήμονες νόσοι</i>, ασθένειες, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυπήμων:''' 2, gen. ονος причиняющий множество страданий, вредоносный ([[ἐπηλυσίη]] HH; πολυπήμονες ἀνθρώποισι νόσοι Pind.).
}}
}}