3,274,216
edits
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολῠπήμων:''' -ον ([[πῆμα]]), αυτός που προκαλεί πολλαπλή [[δυστυχία]], [[επιβλαβής]], σε Ομηρ. Ύμν.· <i>πολυπήμονες νόσοι</i>, ασθένειες, σε Πίνδ. | |lsmtext='''πολῠπήμων:''' -ον ([[πῆμα]]), αυτός που προκαλεί πολλαπλή [[δυστυχία]], [[επιβλαβής]], σε Ομηρ. Ύμν.· <i>πολυπήμονες νόσοι</i>, ασθένειες, σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολυπήμων:''' 2, gen. ονος причиняющий множество страданий, вредоносный ([[ἐπηλυσίη]] HH; πολυπήμονες ἀνθρώποισι νόσοι Pind.). | |||
}} | }} |