στακτός: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στακτός:''' -ή, -όν ([[στάζω]]), αυτός που ρέει [[αργά]] σε σταγόνες, που στάζει, που σταλάζει, που αποστάζει, [[ρευστός]], αποσταγμένος, διυλισμένος, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''στακτός:''' -ή, -όν ([[στάζω]]), αυτός που ρέει [[αργά]] σε σταγόνες, που στάζει, που σταλάζει, που αποστάζει, [[ρευστός]], αποσταγμένος, διυλισμένος, σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=στακτός -ή -όν [στάζω] gedruppeld:. μύροισιν μυρίσαι στακτοῖς parfumeren met druppels parfum Aristoph. Pl. 529; ἡ στακτή σμύρνη gomhars die uit de mirre-boom gedruppeld is: mirre-olie Hp.
}}
}}