3,273,773
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στακτός:''' -ή, -όν ([[στάζω]]), αυτός που ρέει [[αργά]] σε σταγόνες, που στάζει, που σταλάζει, που αποστάζει, [[ρευστός]], αποσταγμένος, διυλισμένος, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''στακτός:''' -ή, -όν ([[στάζω]]), αυτός που ρέει [[αργά]] σε σταγόνες, που στάζει, που σταλάζει, που αποστάζει, [[ρευστός]], αποσταγμένος, διυλισμένος, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στακτός -ή -όν [στάζω] gedruppeld:. μύροισιν μυρίσαι στακτοῖς parfumeren met druppels parfum Aristoph. Pl. 529; ἡ στακτή σμύρνη gomhars die uit de mirre-boom gedruppeld is: mirre-olie Hp. | |||
}} | }} |