ὀχευτικός: Difference between revisions

3b
(30)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀχευτικός]], -ή, -όν (Α) [[οχευτής]]<br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οχευτή<br /><b>2.</b> ο [[επιτήδειος]] στην [[οχεία]] ή αυτός που έχει την [[τάση]] να οχεύει<br /><b>3.</b> (για πρόσ. και ζώα) [[λάγνος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀχευτικῶς</i> (Α)<br />με τρόπο που προσιδιάζει σε οχευτή.
|mltxt=[[ὀχευτικός]], -ή, -όν (Α) [[οχευτής]]<br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οχευτή<br /><b>2.</b> ο [[επιτήδειος]] στην [[οχεία]] ή αυτός που έχει την [[τάση]] να οχεύει<br /><b>3.</b> (για πρόσ. και ζώα) [[λάγνος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀχευτικῶς</i> (Α)<br />με τρόπο που προσιδιάζει σε οχευτή.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀχευτικός:''' похотливый (ὄρνιθες Arst.).
}}
}}