παρατάσσω: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρατάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[παρατάσσω]] δίπλα-δίπλα, [[βάζω]] στη [[γραμμή]] της μάχης, σε Ξεν.· ομοίως λέγεται για πλοία, σε Θουκ. — Μέσ. και Παθ., τοποθετούμαι κατά [[μήκος]], [[παρατετάχατο]] παρὰ τὴν [[ἀκτήν]], σε Ηρόδ.· [[ἑκατέρωθεν]] παρατεταγμένοι, σε Ηρόδ.· ομοίως, <i>παρετάξαντο ἀλλήλοις</i>, σε Ξεν.· απόλ., <i>παρατεταγμένος</i> ή <i>παραταξάμενοι</i>, σε [[σειρά]] μάχης, σε Θουκ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> στη Μέσ. και Παθ. επίσης, [[στέκομαι]] προετοιμασμένος, <i>παρατετάχθαι πρὸς τὸ ἀποκρίνεσθαι</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''παρατάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[παρατάσσω]] δίπλα-δίπλα, [[βάζω]] στη [[γραμμή]] της μάχης, σε Ξεν.· ομοίως λέγεται για πλοία, σε Θουκ. — Μέσ. και Παθ., τοποθετούμαι κατά [[μήκος]], [[παρατετάχατο]] παρὰ τὴν [[ἀκτήν]], σε Ηρόδ.· [[ἑκατέρωθεν]] παρατεταγμένοι, σε Ηρόδ.· ομοίως, <i>παρετάξαντο ἀλλήλοις</i>, σε Ξεν.· απόλ., <i>παρατεταγμένος</i> ή <i>παραταξάμενοι</i>, σε [[σειρά]] μάχης, σε Θουκ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> στη Μέσ. και Παθ. επίσης, [[στέκομαι]] προετοιμασμένος, <i>παρατετάχθαι πρὸς τὸ ἀποκρίνεσθαι</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''παρατάσσω:''' атт. [[παρατάττω]] (ион. 3 л. pl. ppf. [[παρατετάχατο]])<br /><b class="num">1)</b> располагать, размещать (τοὺς φρουροὺς φυλάττειν τὸ [[τεῖχος]] Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> выстраивать в боевом порядке (τὸ [[στράτευμα]] Xen.; τὴν στρατιὰν πρὸς τὸ [[τεῖχος]] Thuc.); med.-pass. быть выстроенным в боевом порядке (τινι Isocr. и πρός τινα Isocr., Polyb.): οἱ παρατεταγμένοι Thuc. выстроившиеся друг против друга (для боя);<br /><b class="num">3)</b> сопоставлять, сравнивать (τινά τινι Isocr.);<br /><b class="num">4)</b> med.-pass. готовиться (παρατετάχθαι πρὸς τὸ ἀποκρίνεσθαι Plat.).
}}
}}