ἐρετμόν: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐρετμόν:''' τό ([[ἐρέσσω]]), Λατ. [[remus]], [[κουπί]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· λέγεται για φτερούγες, βλ. [[ἐρέσσω]].
|lsmtext='''ἐρετμόν:''' τό ([[ἐρέσσω]]), Λατ. [[remus]], [[κουπί]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· λέγεται για φτερούγες, βλ. [[ἐρέσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρετμόν:''' τό (в прозе [[κώπη]]) весло Hom., Pind., Aesch., Eur., Her.
}}
}}