ἐπισπαστικός: Difference between revisions

2
(13)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπισπαστικός]], -ή, -όν) [[επίσπαστος]]<br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να τραβά [[προς]] τον εαυτό του («τῶν ἀναφερομένων ἀτμῶν ἐπισπαστικοὶ τινές εἰσι πρὸς ἑαυτούς», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «επισπαστικά φάρμακα» — αυτά που προκαλούν [[επίσπαση]], δηλ. τα εκδόρια, τα καταπλάσματα, τα [[ψυχρά]] επιθέματα κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br />[[ελκυστικός]], [[επαγωγός]] («ἐπισπαστικών καὶ μεγάλων [[εἶναι]] δοκούντων τῶν προτεινομένων», <b>Πολ.</b>).
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπισπαστικός]], -ή, -όν) [[επίσπαστος]]<br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να τραβά [[προς]] τον εαυτό του («τῶν ἀναφερομένων ἀτμῶν ἐπισπαστικοὶ τινές εἰσι πρὸς ἑαυτούς», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «επισπαστικά φάρμακα» — αυτά που προκαλούν [[επίσπαση]], δηλ. τα εκδόρια, τα καταπλάσματα, τα [[ψυχρά]] επιθέματα κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br />[[ελκυστικός]], [[επαγωγός]] («ἐπισπαστικών καὶ μεγάλων [[εἶναι]] δοκούντων τῶν προτεινομένων», <b>Πολ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπισπαστικός:''' <b class="num">1)</b> притягивающий (τοῦ ὑγροῦ Arst.);<br /><b class="num">2)</b> притягательный, привлекательный, заманчивый Polyb.
}}
}}