προσλαμβάνω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσλαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], αόρ. βʹ <i>-έλᾰβον</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[λαμβάνω]] ή [[παίρνω]] [[επιπλέον]], [[αποκτώ]] [[ακόμη]] περισσότερο, <i>πρὸς τοῖς παροῦσιν ἄλλα</i> (<i>κακὰ</i>) [[προσλαμβάνω]], σε Αισχύλ.· [[προσλαμβάνω]] αἰσχύνην, σε Θουκ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[παίρνω]] μαζί μου, [[λαμβάνω]] ως βοηθό ή σύντροφο, σε Τραγ., Ξεν. κ.λπ.· με [[διπλή]] αιτ., [[προσλαμβάνω]] τινὰ σύμμαχον, σε Ξεν.· επίσης στη Μέσ., σε Πολύβ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[συλλαμβάνω]], [[πιάνω]] κάποιον, <i>τινά</i>, σε Σοφ. — Μέσ., [[προσλαμβάνω]] τινός, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] σε μια δουλειά, είμαι [[συνεργός]], σε Ξεν.· <i>προσελάβετο τοῦ πάθεος</i>, ήταν εν μέρει [[συναίτιος]] του παθήματος, σε Ηρόδ.· [[προσλαμβάνω]] τινί, [[βοηθώ]], [[επικουρώ]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''προσλαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], αόρ. βʹ <i>-έλᾰβον</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[λαμβάνω]] ή [[παίρνω]] [[επιπλέον]], [[αποκτώ]] [[ακόμη]] περισσότερο, <i>πρὸς τοῖς παροῦσιν ἄλλα</i> (<i>κακὰ</i>) [[προσλαμβάνω]], σε Αισχύλ.· [[προσλαμβάνω]] αἰσχύνην, σε Θουκ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[παίρνω]] μαζί μου, [[λαμβάνω]] ως βοηθό ή σύντροφο, σε Τραγ., Ξεν. κ.λπ.· με [[διπλή]] αιτ., [[προσλαμβάνω]] τινὰ σύμμαχον, σε Ξεν.· επίσης στη Μέσ., σε Πολύβ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[συλλαμβάνω]], [[πιάνω]] κάποιον, <i>τινά</i>, σε Σοφ. — Μέσ., [[προσλαμβάνω]] τινός, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] σε μια δουλειά, είμαι [[συνεργός]], σε Ξεν.· <i>προσελάβετο τοῦ πάθεος</i>, ήταν εν μέρει [[συναίτιος]] του παθήματος, σε Ηρόδ.· [[προσλαμβάνω]] τινί, [[βοηθώ]], [[επικουρώ]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσλαμβάνω:''' (fut. προσλήψομαι, aor. 2 προσέλαβον, pf. προσείληφα) тж. med.<br /><b class="num">1)</b> сверх того или дополнительно брать, прибавлять, присоединять: ἄρτον π. Xen. брать хлеб (к какому-л. блюду), т. е. есть с хлебом; πρὸς τοῖς παροῦσιν ἄλλα (sc. κακὰ) [[προσλαβεῖν]] Aesch. прибавить к (уже) существующим бедствиям (еще) другие; πρὸς ἐκείνοις [[ἄλλην]] εὔκλειαν π. Xen. присоединить к этому новую славу; π. καιροὺς τοῦ [[πότε]] λεκτέον καὶ [[ἐπισχετέον]] Plat. уметь вовремя говорить и (вовремя) воздерживаться; προσλήψεσθαι τὴν ἐμπειρίαν Thuc. накопить опыт; [[προσλαβεῖν]] τινι σύμμαχόν τινα Xen. сделать кого-л. чьим-л. союзником; κἀκεῖνο βουλώμεθα [[προσλαβεῖν]] (ὅτι) Plut. мы хотели бы еще присовокупить (что); προσειλημμένος λεπτοῖς δεσμοῖς Arst. (о мышцах) присоединенный тонкими связками; [[προσλαβεῖν]] τῷ πίνακι τὸν σπόγγον Plut. швырнуть в картину губку (губкой); τὰ προσλαμβανόμενα лог. Arst. меньшая посылка;<br /><b class="num">2)</b> укреплять, усиливать, увеличивать (ῥώμην καὶ φιλοτιμίαν Plut.): ἰσχὺν τῆς πίστεως προσλαμβανούσης Plut. с усилением доверия;<br /><b class="num">3)</b> брать с собой (ἱππέας καὶ πελταστάς Xen.);<br /><b class="num">4)</b> (о пище) принимать, вкушать ([[μηδέν]] NT);<br /><b class="num">5)</b> сверх того приобретать, получать: π. γνώμην τινός Polyb. получать чье-л. согласие; π. [[δόξαν]] ἑαυτῷ Xen. стяжать себе славу;<br /><b class="num">6)</b> склонять на свою сторону (τινὰς τῶν πολιτῶν Dem.; τὸν δῆμον Arst.);<br /><b class="num">7)</b> принимать у себя, приглашать к себе (τινὰ διὰ τὸν ὑετὸν καὶ διὰ τὸ [[ψῦχος]] NT);<br /><b class="num">8)</b> совместно приниматься, принимать участие, оказывать содействие: προσλάβεσθε Arph. помогите (мне); τῆς ἀποκρίσεώς τινι π. Plat. помочь кому-л. в ответе; προσελάβετο - v. l. προσεβάλετο - [[τούτου]] τοῦ Φοινικηΐου πάθεος Her. он был сопричастен к этому несчастью финикиян.
}}
}}