3,258,334
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολύμηλος:''' -ον ([[μῆλον]]), αυτός που έχει [[πολλά]] πρόβατα ή γίδες, [[πλούσιος]] σε κοπάδια, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Ευρ. | |lsmtext='''πολύμηλος:''' -ον ([[μῆλον]]), αυτός που έχει [[πολλά]] πρόβατα ή γίδες, [[πλούσιος]] σε κοπάδια, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πολύμηλος -ον [πολύς, μῆλον] rijk aan schapen. | |||
}} | }} |