πολύμηλος: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύμηλος:''' -ον ([[μῆλον]]), αυτός που έχει [[πολλά]] πρόβατα ή γίδες, [[πλούσιος]] σε κοπάδια, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Ευρ.
|lsmtext='''πολύμηλος:''' -ον ([[μῆλον]]), αυτός που έχει [[πολλά]] πρόβατα ή γίδες, [[πλούσιος]] σε κοπάδια, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολύμηλος -ον [πολύς, μῆλον] rijk aan schapen.
}}
}}