ἁγιστεύω: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁγιστεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[ἁγίζω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[πραγματοποιώ]] ιερές τελετές, ιεροτελεστίες, [[λειτουργώ]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> ζω [[ευσεβώς]] ή αγνά, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἁγιστεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[ἁγίζω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[πραγματοποιώ]] ιερές τελετές, ιεροτελεστίες, [[λειτουργώ]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> ζω [[ευσεβώς]] ή αγνά, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁγιστεύω:''' <b class="num">1)</b> совершать (соблюдать) религиозные обряды Plut.;<br /><b class="num">2)</b> жить благочестиво Dem.: ἁ. βιοτάν Eur. вести благочестивый образ жизни.
}}
}}