3,274,831
edits
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγλαώψ:''' -ῶπος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει φωτεινά μάτια, λαμπρούς οφθαλμούς, [[ακτινοβόλος]], [[αστραφτερός]], σε Σοφ. | |lsmtext='''ἀγλαώψ:''' -ῶπος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει φωτεινά μάτια, λαμπρούς οφθαλμούς, [[ακτινοβόλος]], [[αστραφτερός]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγλαώψ:''' ῶπος adj. со сверкающим взором, т. е. сверкающий, яркий ([[πεύκη]] Soph.). | |||
}} | }} |