ἀεσίφρων: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀεσίφρων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[φρήν]]), αυτός που έχει βλαφθεί στο νου, [[ανόητος]], [[μωρός]], σε Όμηρ., Ησίοδ. (αντί <i>ἀασί-φρων</i>· από τα [[ἀάω]], [[φρήν]]).
|lsmtext='''ἀεσίφρων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[φρήν]]), αυτός που έχει βλαφθεί στο νου, [[ανόητος]], [[μωρός]], σε Όμηρ., Ησίοδ. (αντί <i>ἀασί-φρων</i>· από τα [[ἀάω]], [[φρήν]]).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀεσίφρων:''' 2, gen. ονος безрассудный, неразумный Hom., Hes.
}}
}}