3,274,903
edits
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀεσίφρων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[φρήν]]), αυτός που έχει βλαφθεί στο νου, [[ανόητος]], [[μωρός]], σε Όμηρ., Ησίοδ. (αντί <i>ἀασί-φρων</i>· από τα [[ἀάω]], [[φρήν]]). | |lsmtext='''ἀεσίφρων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[φρήν]]), αυτός που έχει βλαφθεί στο νου, [[ανόητος]], [[μωρός]], σε Όμηρ., Ησίοδ. (αντί <i>ἀασί-φρων</i>· από τα [[ἀάω]], [[φρήν]]). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀεσίφρων:''' 2, gen. ονος безрассудный, неразумный Hom., Hes. | |||
}} | }} |