ἄζω: Difference between revisions

297 bytes added ,  31 December 2018
1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄζω:''' [[αποξηραίνω]], [[στεγνώνω]], [[καψαλίζω]], σε Ησίοδ. — Παθ., [[αἴγειρος]] ἀζομένη κεῖται, η [[λεύκα]] βρίσκεται ξεραμένη, βρίσκεται ξερή, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἄζω:''' [[αποξηραίνω]], [[στεγνώνω]], [[καψαλίζω]], σε Ησίοδ. — Παθ., [[αἴγειρος]] ἀζομένη κεῖται, η [[λεύκα]] βρίσκεται ξεραμένη, βρίσκεται ξερή, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄζω:''' жечь, сушить ([[Σείριος]] ἄζει Hes.): ἡ ([[αἴγειρος]]) ἀζομένη κεῖται Hom. (срубленный) тополь лежит и сохнет; ἄζεσθαι κραδίην Hes. сокрушаться сердцем.
}}
}}