αἱμυλία: Difference between revisions
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἱμυλία:''' ἡ ([[αἱμύλος]]), [[απόκτηση]] ενός πράγματος, πανούργοι, δολεροί τρόποι, [[νίκη]], [[κατάκτηση]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''αἱμυλία:''' ἡ ([[αἱμύλος]]), [[απόκτηση]] ενός πράγματος, πανούργοι, δολεροί τρόποι, [[νίκη]], [[κατάκτηση]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἱμῠλία:''' ἡ учтивость, любезность (λόγου и ἐν τοῖς λόγοις Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, (αἱμύλος)
A wheedling, αἱ. καὶ χάρις Plu.Num.8, prob. in Phld.Rh.2.77 S.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμυλία: ἡ, (αἱμύλος) = ὁ ἐπίχαρις καὶ θελκτικὸς τρόπος, πρὸς δὲ καὶ ὁ δολερὸς τρόπος, Πλουτ. Νουμ. 8.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
grâce, charme, gentillesse.
Étymologie: αἱμύλος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 encanto, seducción, persuasión en el hablar αἱ. καὶ χάρις Plu.Num.8, cf. Aem.2, 2.16b, Phld.Rh.2.77, μηχανὴ ... ἴυγξ καὶ αἱ. Hld.7.10.3, ἀνάπαιστα ... ἐπιλέγοντες ... αἱμυλίας γέμοντα Alciphr.3.7.3.
2 verosimilitud, plausibilidad λόγοι αἱμυλίας τε καὶ κόμπου ἄγευστοι historias que no tienen el regusto de verosimilitud presuntuosa (de las griegas), Ael.NA 5.49.
3 en mal sent. como sinónimo de βωμολοχία chocarrería Sud.s.u. βωμολοχεύσαιτο.
Greek Monotonic
αἱμυλία: ἡ (αἱμύλος), απόκτηση ενός πράγματος, πανούργοι, δολεροί τρόποι, νίκη, κατάκτηση, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
αἱμῠλία: ἡ учтивость, любезность (λόγου и ἐν τοῖς λόγοις Plut.).