αἰόλος: Difference between revisions

1,028 bytes added ,  31 December 2018
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰόλος:''' -η, -ον,Α.<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κινείται με [[ταχύτητα]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>αἰόλαι εὐλαί</i>, σκουλήκια που αναπηδούν, σπαρταρούν, στο ίδ.· ομοίως λέγεται και για σφήκες και φίδια, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ευμετάβλητος]] στο [[χρώμα]] ή στην [[απόχρωση]], [[αστραφτερός]], [[λαμπερός]], λέγεται για όπλα και οπλισμό, για [[πανοπλία]] ή [[αρματωσιά]], στο ίδ. [[[αλλά]] σε ό,τι αφορά στον οπλισμό, μπορεί να δεχτεί [[κανείς]] ([[εκτός]] της ερμηνείας: απαστράπτων [[οπλισμός]]) και την [[ερμηνεία]]: αυτός που κινείται μαζί με το [[σώμα]], ευκολομεταχείριστος, [[εύχρηστος]], [[βολικός]], Λατ. [[habilis]]· επίσης, αἰόλα [[νύξ]], [[νύχτα]] στολισμένη, κοσμημένη, έναστρη, σε Σοφ.· ο Αισχύλ. ονομάζει τον καπνό που ξεπηδά από την [[φλόγα]] της φωτιάς <i>αἰόλην πυρὸς κάσιν</i>· αἰόλα [[σάρξ]], αυτή που έχει χάσει το [[χρώμα]] της λόγω ασθένειας, σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ.·<br /><b class="num">1.</b> [[ευμετάβλητος]], [[μεταβλητός]], [[μεταθετός]], [[ευκίνητος]], [[άστατος]]· <i>αἰόλ' ἀνθρώπων [[κακά]]</i>, σε Αισχύλ.· λέγεται και για ήχους· [[ἰαχή]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[μεταβλητός]], [[δόλιος]], [[πανούργος]], [[πονηρός]], [[ασταθής]], [[αβέβαιος]], [[αμφίβολος]]· [[ψεῦδος]], σε Πίνδ. (αμφίβ. προέλ.).<b>Β.</b> ως κύριο όνομα, προπαροξ., [[Αἴολος]], <i>-ου</i>, <i>ὁ</i>, ο [[θεός]] των ανέμων, [[κυρίως]] ο [[ορμητικός]] ή [[ευμετάβλητος]], σε Ομήρ. Οδ. (η παραλήγουσα εκτείνεται στη γεν., <i>Αἰόλου μεγαλήτορος</i>, [[χάριν]] μέτρου, σε Ομήρ. Οδ.).
|lsmtext='''αἰόλος:''' -η, -ον,Α.<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κινείται με [[ταχύτητα]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>αἰόλαι εὐλαί</i>, σκουλήκια που αναπηδούν, σπαρταρούν, στο ίδ.· ομοίως λέγεται και για σφήκες και φίδια, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ευμετάβλητος]] στο [[χρώμα]] ή στην [[απόχρωση]], [[αστραφτερός]], [[λαμπερός]], λέγεται για όπλα και οπλισμό, για [[πανοπλία]] ή [[αρματωσιά]], στο ίδ. [[[αλλά]] σε ό,τι αφορά στον οπλισμό, μπορεί να δεχτεί [[κανείς]] ([[εκτός]] της ερμηνείας: απαστράπτων [[οπλισμός]]) και την [[ερμηνεία]]: αυτός που κινείται μαζί με το [[σώμα]], ευκολομεταχείριστος, [[εύχρηστος]], [[βολικός]], Λατ. [[habilis]]· επίσης, αἰόλα [[νύξ]], [[νύχτα]] στολισμένη, κοσμημένη, έναστρη, σε Σοφ.· ο Αισχύλ. ονομάζει τον καπνό που ξεπηδά από την [[φλόγα]] της φωτιάς <i>αἰόλην πυρὸς κάσιν</i>· αἰόλα [[σάρξ]], αυτή που έχει χάσει το [[χρώμα]] της λόγω ασθένειας, σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ.·<br /><b class="num">1.</b> [[ευμετάβλητος]], [[μεταβλητός]], [[μεταθετός]], [[ευκίνητος]], [[άστατος]]· <i>αἰόλ' ἀνθρώπων [[κακά]]</i>, σε Αισχύλ.· λέγεται και για ήχους· [[ἰαχή]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[μεταβλητός]], [[δόλιος]], [[πανούργος]], [[πονηρός]], [[ασταθής]], [[αβέβαιος]], [[αμφίβολος]]· [[ψεῦδος]], σε Πίνδ. (αμφίβ. προέλ.).<b>Β.</b> ως κύριο όνομα, προπαροξ., [[Αἴολος]], <i>-ου</i>, <i>ὁ</i>, ο [[θεός]] των ανέμων, [[κυρίως]] ο [[ορμητικός]] ή [[ευμετάβλητος]], σε Ομήρ. Οδ. (η παραλήγουσα εκτείνεται στη γεν., <i>Αἰόλου μεγαλήτορος</i>, [[χάριν]] μέτρου, σε Ομήρ. Οδ.).
}}
{{elru
|elrutext='''αἰόλος:''' редко<br /><b class="num">1)</b> проворный, подвижный ([[οἶστρος]], σφῆκες, εὐλαί, [[ὄφις]] Hom.): χορείαν αἰόλαν φθέγξασθαι Arph. с песнями закружиться в быстром хороводе; πόδας αἰ. [[ἵππος]] Hom. резвоногий конь;<br /><b class="num">2)</b> переливчатый, пятнистый, пестрый (οστρακον HH; [[δράκων]] Soph.): αἰόλα [[σάρξ]] Soph. тело, испещренное следами язв; αἰόλα [[νύξ]] Soph. звездная ночь;<br /><b class="num">3)</b> переменчивый, многообразный (ἡμέραι Arst.; ἀνθρώπων κακά Aesch.): συρίγγων αἰόλαι ἰαχαί Eur. переливчатые звуки сиринг;<br /><b class="num">4)</b> хитроумный ([[ψεῦδος]] Pind.; [[μηχάνημα]] Σφιγγός ap. Plut.).
}}
}}