3,273,773
edits
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἴκισμα:''' -ατος, τό, [[βλάβη]], [[κακοποίηση]], [[μαρτύριο]], [[τυραννία]], [[βασανιστήριο]], σε Αισχύλ.· στον πληθ., ακρωτηριασμένα πτώματα, σε Ευρ. | |lsmtext='''αἴκισμα:''' -ατος, τό, [[βλάβη]], [[κακοποίηση]], [[μαρτύριο]], [[τυραννία]], [[βασανιστήριο]], σε Αισχύλ.· στον πληθ., ακρωτηριασμένα πτώματα, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἴκισμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> насилие, истязание Aesch., Lys.;<br /><b class="num">2)</b> увечье, рана: οὐλόμενα αἰκίσματα Eur. смертельные раны. | |||
}} | }} |