αἴκισμα: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἴκισμα:''' -ατος, τό, [[βλάβη]], [[κακοποίηση]], [[μαρτύριο]], [[τυραννία]], [[βασανιστήριο]], σε Αισχύλ.· στον πληθ., ακρωτηριασμένα πτώματα, σε Ευρ.
|lsmtext='''αἴκισμα:''' -ατος, τό, [[βλάβη]], [[κακοποίηση]], [[μαρτύριο]], [[τυραννία]], [[βασανιστήριο]], σε Αισχύλ.· στον πληθ., ακρωτηριασμένα πτώματα, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἴκισμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> насилие, истязание Aesch., Lys.;<br /><b class="num">2)</b> увечье, рана: οὐλόμενα αἰκίσματα Eur. смертельные раны.
}}
}}