αἰχμαλωτικός: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰχμᾰλωτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι [[κατάλληλος]] για έναν αιχμάλωτο, σε Ευρ.
|lsmtext='''αἰχμᾰλωτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι [[κατάλληλος]] για έναν αιχμάλωτο, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰχμᾰλωτικός:''' предназначенный для пленнных (δόμοι Eur.).
}}
}}