3,273,006
edits
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Αἰτναῖος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει, προέρχεται ή κατάγεται από την Αίτνα ([[Αἴτνη]]), σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., όμοιος με την Αίτνα, [[πελώριος]], [[τεράστιος]], σε Ευρ.· κάποιοι το ερμηνεύουν έτσι όταν χρησιμοποιείται για άλογα, ορθότερη όμως μεταφραστική [[απόδοση]] είναι «αυτός που προέρχεται από την Αίτνα», δηλ. ο [[Σικελικός]] ([[διότι]] τα Σικελικά άλογα [[καθώς]] και οι μουλάρια, ήταν περίφημα, ξακουστά), σε Σοφ. | |lsmtext='''Αἰτναῖος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει, προέρχεται ή κατάγεται από την Αίτνα ([[Αἴτνη]]), σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., όμοιος με την Αίτνα, [[πελώριος]], [[τεράστιος]], σε Ευρ.· κάποιοι το ερμηνεύουν έτσι όταν χρησιμοποιείται για άλογα, ορθότερη όμως μεταφραστική [[απόδοση]] είναι «αυτός που προέρχεται από την Αίτνα», δηλ. ο [[Σικελικός]] ([[διότι]] τα Σικελικά άλογα [[καθώς]] και οι μουλάρια, ήταν περίφημα, ξακουστά), σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Αἰτναῖος:''' <b class="num">1)</b> этнийский ([[Ζεύς]] Pind.: ῥίζαι Aesch.; [[πῶλος]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> огромный как Этна (σφαγεῖα Eur.). | |||
}} | }} |