αἰθριοκοιτέω: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰθριοκοιτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κοίτη]]), [[κοιμάμαι]] στο ύπαιθρο, στον ανοικτό αέρα, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''αἰθριοκοιτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κοίτη]]), [[κοιμάμαι]] στο ύπαιθρο, στον ανοικτό αέρα, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰθριοκοιτέω:''' спать на открытом воздухе Theocr.
}}
}}