ἀκτέον: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἄγω]],<br /><b class="num">I.</b> αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να οδηγεί, σε Πλάτ. κ.λπ.· εἰρήνην [[ἀκτέον]], [[κάποιος]] πρέπει να διαφυλάσσει την [[ειρήνη]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αυτό στο οποίο πρέπει [[κάποιος]] να [[πάει]] ή να οδεύσει, να προχωρήσει, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἄγω]],<br /><b class="num">I.</b> αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να οδηγεί, σε Πλάτ. κ.λπ.· εἰρήνην [[ἀκτέον]], [[κάποιος]] πρέπει να διαφυλάσσει την [[ειρήνη]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αυτό στο οποίο πρέπει [[κάποιος]] να [[πάει]] ή να οδεύσει, να προχωρήσει, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκτέον:''' adj. verb. κ [[ἄγω]].
}}
}}