ἀμελής: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμελής:''' [ᾰ], -ές ([[α- στερητικό]] και [[μέλει]]), [[απρόσεκτος]], [[αμελής]], [[αδιάφορος]], σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. <i>-λῶς</i>, απρόσεκτα, σε Θουκ.· συγκρ. <i>-έστερον</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[αδιάφορος]] για [[κάτι]], σε Πλάτ. κ.λπ.· [[περί]] τινα, σε Ισοκρ.· επίρρ. [[ἀμελῶς]] ἔχειν, είμαι [[απρόσεκτος]], [[πρός]] τι ή [[περί]] τινα, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., παραμελημένος, περιθωριοποιημένος, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀμελής:''' [ᾰ], -ές ([[α- στερητικό]] και [[μέλει]]), [[απρόσεκτος]], [[αμελής]], [[αδιάφορος]], σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. <i>-λῶς</i>, απρόσεκτα, σε Θουκ.· συγκρ. <i>-έστερον</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[αδιάφορος]] για [[κάτι]], σε Πλάτ. κ.λπ.· [[περί]] τινα, σε Ισοκρ.· επίρρ. [[ἀμελῶς]] ἔχειν, είμαι [[απρόσεκτος]], [[πρός]] τι ή [[περί]] τινα, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., παραμελημένος, περιθωριοποιημένος, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμελής:''' <b class="num">1)</b> беззаботный, беспечный; невнимательный, небрежный (Arph., Xen.; ἀ. τινος Plat. и περί τινα Isocr.): οὐ ἀ. ποιεῖν τι Plut. заботящийся о чем-л.;<br /><b class="num">2)</b> оставленный без внимания, находящийся в пренебрежении: οὐδενὶ ἀ. Xen. составляющий предмет всеобщей заботы; οὐκ ἀμελς γεγένηταί μοι [[εἰδέναι]] Luc. я не преминул изучить.
}}
}}