ἀμφιδέξιος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφιδέξιος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που έχει [[δύο]] [[δεξιά]] χέρια, ο εξαιρετικά [[επιδέξιος]], Λατ. [[ambidexter]], σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> όπως το [[ἀμφήκης]], [[δίστομος]], [[δίκοπος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[δίσημος]], [[αμφίσημος]], αμφιλεγόμενος, Λατ. [[anceps]], [[χρηστήριον]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> [[ἀμφότερος]], <i>ἀμφ. ἀκμαῖς</i>, με δυο χέρια, σε Σοφ.· ἄμφ. [[πλευρόν]], σε [[κάθε]] [[πλευρά]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἀμφιδέξιος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που έχει [[δύο]] [[δεξιά]] χέρια, ο εξαιρετικά [[επιδέξιος]], Λατ. [[ambidexter]], σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> όπως το [[ἀμφήκης]], [[δίστομος]], [[δίκοπος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[δίσημος]], [[αμφίσημος]], αμφιλεγόμενος, Λατ. [[anceps]], [[χρηστήριον]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> [[ἀμφότερος]], <i>ἀμφ. ἀκμαῖς</i>, με δυο χέρια, σε Σοφ.· ἄμφ. [[πλευρόν]], σε [[κάθε]] [[πλευρά]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφιδέξιος:''' <b class="num">1)</b> одинаково владеющий обеими руками Arst.;<br /><b class="num">2)</b> обоюдоострый ([[σίδηρος]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> двусмысленный ([[χρηστήριον]] Her.);<br /><b class="num">4)</b> влекущий в разные стороны (τὸ [[κάλλος]] Plut.);<br /><b class="num">5)</b> и тот и другой, оба (πλευρὸν ἀμφιδέξιον Soph.): ἀμφιδεξίοις ἀκμαῖς Soph. обеими руками.
}}
}}