ἀμφαγείρομαι: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφαγείρομαι:''' Μέσ., συγκεντρώνομαι [[ολόγυρα]], <i>θεαὶ δέ μιν ἀμφαγέροντο</i> (αόρ. βʹ), σε Ομήρ. Ιλ.· απ' όπου ο ενεστ. <i>ἀμφαγέρομαι</i>, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἀμφαγείρομαι:''' Μέσ., συγκεντρώνομαι [[ολόγυρα]], <i>θεαὶ δέ μιν ἀμφαγέροντο</i> (αόρ. βʹ), σε Ομήρ. Ιλ.· απ' όπου ο ενεστ. <i>ἀμφαγέρομαι</i>, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφᾰγείρομαι:''' Theocr. ἀμφᾰγέρομαι собираться вокруг, обступать (τινα Hom., Theocr.).
}}
}}