ἀναβατός: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναβᾰτός:''' Επικ. [[ἀμβατός]], <i>-όν</i> ([[ἀναβαίνω]]), είμαι ανεβασμένος ή αυτός τον οποίο μπορεί να ανεβεί [[κάποιος]], [[εύκολος]] την [[αναρρίχηση]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἀναβᾰτός:''' Επικ. [[ἀμβατός]], <i>-όν</i> ([[ἀναβαίνω]]), είμαι ανεβασμένος ή αυτός τον οποίο μπορεί να ανεβεί [[κάποιος]], [[εύκολος]] την [[αναρρίχηση]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναβᾰτός:''' поэт. ἀμβᾰτός 2 на который можно взобраться, доступный ([[πόλις]], [[οὐρανός]] Hom.).
}}
}}